- υπόκυψη
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκύπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκύπτω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπόκυψις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκύψῃ — ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj mid 2nd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj act 3rd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)